συμφύλαξ

συμφύλαξ
συμφύλαξ [ῠ], ᾰκος, ,
A fellow-watchman or guard, Th.5.80, Pl.R. 463b, 463c; σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, X.Cyr.8.6.11, 8.1.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμφύλαξ — fellow watchman masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφύλαξ — ακος, ὁ, Α σύμφρουρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • συμφυλάκων — συμφύλαξ fellow watchman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφύλακα — συμφύλαξ fellow watchman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφύλακας — συμφύλαξ fellow watchman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • ξυμφυλάκων — συμφυλάκων , συμφύλαξ fellow watchman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφύλακας — συμφύλακας , συμφύλαξ fellow watchman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”